- πυρίκτιτος
- πῠρί-κτῐτος, ον, ([etym.] κτίζω)A made in or with fire, ἐν πυρικτίτῳ στέγᾳ in an earthen pot, restored by Kock (for πυρικτίτοισι γᾶς) in Tim.Fr.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρίκτιτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο κατασκευασμένος στη φωτιά ή με τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος, ορεί κτιτος] … Dictionary of Greek
πυρικτίτοισι — πυρίκτιτος made in masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικτίτῳ — πυρίκτιτος made in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυρικτίτωι — πυρικτίτῳ , πυρίκτιτος made in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)